κακαρίζω

κακαρίζω
και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω)
1. (για κότες) κράζω κα-κα-κα
2. μτφ. φλυαρώ θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τη φωνή τής κότας κα-κα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακαρίζω — κακαρίζω, κακάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακαρίζω — ισα, αμτβ. 1. (για κότες και ιδίως μετά την ωοτοκία τους), φωνάζω «κάκα κάκα». 2. μτφ. (για ανθρώπους), φωνάζω σαν κότα, φλυαρώ με θορυβώδη τρόπο, όπως κάνουν πολλές κότες μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • κακάρισμα — το [κακαρίζω] 1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της 2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • κακκαβίζω — (Α κακκαβίζω) [κακκάβη (II)] κακαρίζω σαν πέρδικα …   Dictionary of Greek

  • κλωσσώ — και άω 1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω 2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ αβγά του» ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… …   Dictionary of Greek

  • κλώσσω — (Α) κακαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλώζω] …   Dictionary of Greek

  • ορνίζω — ὀρνίζω (Α) μτφ. μιμούμαι τη φωνή τών πτηνών, κακαρίζω, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρνι τού ὄρνις + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • χασκαρίζω — Ν χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”